• home
  • σαν σήμερα
  • μουσική χρονοκάψουλα
  • ενα τραγούδι μια ιστορία-αφιερώματα
  • το jukebox των αναμνήσεων
  • επικαιρότητα

ενα τραγούδι μια ιστορία-αφιερώματα


Το «Baker Street» περιλαμβάνεται στο δίσκο του Gerry Rafferty «City To City», που κυκλοφόρησε το 1978, και θεωρείται ένα από τα καλύτερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ. Αυτό που καθιστά μοναδικό το «Baker Street» είναι το γεγονός ότι το ρεφρέν δεν έχει ούτε μία λέξη παρά μόνο ένα… σαξόφωνο. Το υπέροχο αυτό τραγούδι είναι το πιο συναισθηματικό από όλα τα τραγούδια του Gerry Rafferty. Μιλάει για έναν άνθρωπο που κάνει όνειρα για τη ζωή του και προσπαθεί να βρει το δρόμο του, αλλά τα πράγματα ήρθαν έτσι που τα όνειρά του δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Παρόλο που είναι κάτοικος μιας μεγάλης πόλης, και περιβάλλεται από πολλούς ανθρώπους, νιώθει μοναξιά και γεμίζει το συναισθηματικό του κενό βρίσκοντας διέξοδο στο ποτό και στο φτηνό σεξ. Ο γεννημένος το 1947 Σκοτσέζος τραγουδιστής Gerry Rafferty, αρχικά συμμετείχε στο συγκρότημα Humblebums και κατόπιν ήταν ιδρυτικό μέλος των Stealers Wheel, οι οποίοι το 1973 είχαν γνωρίσει επιτυχία με το «Stuck In The Middle With You». Μετά τη διάλυση των Stealers Wheel το 1975, ο Rafferty επί τρία χρόνια μπαινόβγαινε στα δικαστήρια καθώς του απαγορεύονταν να ηχογραφήσει μόνος του καθώς είχε ακόμα συμβατικές υποχρεώσεις με το συγκρότημα που διαλύθηκε. Κατά τη διαμονή του στο Λονδίνο, ο Rafferty έμενε συχνά στο διαμέρισμα ενός φίλου του, το οποίο βρισκόταν σ’ έναν από τους πιο γνωστούς δρόμους της πόλης: τη Baker Street (ένας από τους πιο διάσημους κατοίκους της Baker Street ήταν ο χαρακτήρας του Sir Arthur Conan Doyle, ντέντεκτιβ Sherlock Holmes, ο οποίος υποτίθεται ότι ζούσε στον αριθμό 221-Β). Εμπνευσμένος από την οδό αυτή, και από την απογοήτευση που ένιωθε εκείνη την περίοδο για την πορεία της καριέρας του, ο Gerry Rafferty έγραψε το «Baker Street».


Το τελικό αποτέλεσμα των νομικών και οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπισε θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνοψίζεται στους τελευταίους ελπιδοφόρους στίχους του τραγουδιού: «And when you wake up it’s a new morning, the sun is shining it’s a new morning and you’re going, you’re going home». Το «Baker Street» ήταν το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε ο Rafferty, τρία χρόνια μετά τη διάλυση των Stealers Wheel κι αφού ήταν πλέον ελεύθερος να ηχογραφήσει ξανά έχοντας υπογράψει συμβόλαιο με την United Artists Records. Το «Baker Street» έγινε διάσημο κυρίως λόγω του χαρακτηριστικού σαξόφωνου που έπαιξε ο Raphael Ravenscroft.
Για ένα διάστημα είχε επικρατήσει η φήμη ότι το σαξόφωνο το έπαιξε ο Άγγλος ηθοποιός και τηλεοπτικός παρουσιαστής Bob Holness, αλλά αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός αστείου που έκανε ο μουσικοκριτικός Stuart Maconie και που ξεκίνησε από ένα άρθρο με τίτλο «Would You believe It?» του περιοδικού New Musical Express. Το αστείο αυτό αναπαράχθηκε τόσες φορές ώστε τελικά έγινε αστικός μύθος. Στην πραγματικότητα σαξόφωνο έπαιξε λοιπόν ο Raphael Ravenscroft και όχι ο Bob Holness. Όμως η μελωδία του προκάλεσε διαμάχη γύρω από την πατρότητά της καθώς ένα παρόμοιο σόλο είχε παίξει σε μία σύνθεση του Larry Coryell ο μεγάλος Αμερικανός σαξοφωνίστας της τζαζ, Steve Marcus, στο τραγούδι «Half A Heart» που κυκλοφόρησε το 1968, δηλαδή δέκα ολόκληρα χρόνια πριν το «Baker Street». Βέβαια η αλήθεια είναι ότι ο Gerry Rafferty έγραψε το «Baker Street» υπολογίζοντας ότι θα τραγουδούσε ένα κανονικό ρεφρέν. Όμως δεν του έβγαινε όπως θα ήθελε κι έτσι σκέφτηκε να αντικαταστήσει το ρεφρέν με ένα μεγάλης διάρκειας ορχηστρικό break χωρίς να έχει αποφασίσει ποιο όργανο θα το παίξει. Μαζί με τον παραγωγό Hugh Murphy, πειραματίστηκαν με διαφορετικούς ήχους μέχρι που τελικά αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν κιθάρα για το σόλο καθώς και ένα μικρό μέρος με σοπράνο σαξόφωνο. Η πρώτη τους επιλογή για σαξοφωνίστα ήταν ο 28χρονος τότε Αμερικανός μουσικός Pete Zorn, ο οποίος έπαιζε κάθε είδους όργανο: από ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα μέχρι μπάσο, μαντολίνο, φλάουτο και όλα τα είδη σαξόφωνων. Όμως ο Zorn είχε καιρό να παίξει σαξόφωνο μιας και οι περισσότεροι τον ζητούσαν ως κιθαρίστα ή μπασίστα, και έτσι ο ίδιος πρότεινε έναν κατάλογο από άλλους μουσικούς μεταξύ των οποίων υπήρχε και το όνομα του Raphael Ravenscroft. photo_2 Ο Ravenscroft, λοιπόν, ανέλαβε να παίξει με το σοπράνο σαξόφωνο το μικρό μέρος που του αναλογούσε. Όταν όμως ήταν στο στούντιο, άκουσε ότι ο κιθαρίστας που θα ηχογραφούσε το ορχηστρικό break του «Baker Street», δεν ήταν διαθέσιμος. Έτσι πρότεινε να παίξει ο ίδιος το σόλο με το alto σαξόφωνο που είχε στο αυτοκίνητό του. Αυτό που κατάφερε ήταν πολύ εντυπωσιακό: μετέτρεψε το break σε μία μεγάλης διάρκειας ατμοσφαιρική βινιέτα που έδεσε άψογα με το τραγούδι και, ταυτόχρονα, το σαξόφωνο αναδείχθηκε σε όργανο εξίσου σημαντικό με την κιθάρα. Το «Baker Street», εκτός από το σαξόφωνο, έχει και πολλά άλλα θετικά στοιχεία όπως οι μυστηριώδεις και μελαγχολικοί στίχοι του, η νοσταλγική του μελωδία και το υπέροχο φινάλε με την αιφνίδια εμφάνιση της κιθάρας του Hugh Burns (το σόλο της οποίας ο Slash, πρώην κιθαρίστας των Guns ‘n’ Roses, ψήφισε στο περιοδικό «Guitar» ως ένα από τα αγαπημένα του ενώ αποτέλεσε και την έμπνευσή του για το σόλο στο «Sweet Child O’ Mine» των Guns N’ Roses). Αν συνυπολογίσει κανείς το μπάσο, το πιάνο, τη διακριτική παρουσία του keyboard, και το εξαιρετικό τους δέσιμο τότε μιλάμε για μία από τις καλύτερες ενορχηστρώσεις που έχουν γίνει ποτέ σε τραγούδι. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την κελαρυστή φωνή του Gerry Rafferty, που συνέλαβε τέλεια την αίσθηση του να βιώνει κανείς μία άθλια ζωή στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1970, αποτέλεσαν την αιτία που το «Baker Street» παραμένει ένα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια εκείνης της δεκαετίας, αλλά και ο στυλοβάτης του soft-rock. Ήδη από την εντυπωσιακή εισαγωγή, με το σαξόφωνο του Raphael Ravenscroft να ανεβαίνει όλο και πιο δυνατά πίσω από τις κιθάρες, παίρνουμε ένα δείγμα της εξαιρετικής δουλειάς που έχει γίνει στην παραγωγή. Οι υπόλοιποι μουσικοί που συνόδευσαν τον Gerry Rafferty στο «Baker Street» είναι: στα drums ο Henry Spinetti (ο οποίος έπαιξε και με τους Eric Clapton, Bob Dylan, George Harrison, Paul McCartney, Katie Melua κ.α.), στο μπάσο ο Gary Taylor, στα keyboards ο Tommy Eyre (ο οποίος έπαιξε και με τους Joe Cocker, Gary Moore, B.B.King, Wham κ.α. αλλά πέθανε από καρκίνο το 2001 σε ηλικία 52 ετών), στα κρουστά ο Glen Le Fleur, στη ρυθμική κιθάρα ο Nigel Jenkins, και στα έγχορδα ο Graham Preskett.