Οι deep_purpleΟιDeep Purple είναι αγγλικό ροκ συγκρότημα, το οποίο δημιουργήθηκε στο Χέρτφορντσαϊρ (Hertfordshire) το 1968. Μαζί με τους Led Zeppelin και τους Black Sabbath είναι ένα απ’ τα πιο δημοφιλή χέβι μέταλ συγκροτήματα, παρόλο που οι Deep Purple αρνούνται να δηλώσουν ότι είναι χέβι μέταλ,
ενώ η μουσική τους περιλαμβάνει και κάποια ποπ στοιχεία. Οι Deep Purple έχουν μπει στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες ως το πιο θορυβώδες συγκρότημα και έχουν πουλήσει πάνω από 100.000.000 δίσκους, ενώ είναι ενεργοί ως συγκρότημα από το 1968 ως σήμερα.
Οι Deep Purple ξεκίνησαν το 1968, με τον Ρίτσι Μπλάκμορ (κιθάρα), τον Τζον Λορντ (πλήκτρα), τον Ίαν Πέις (τύμπανα), τον Ροντ Έβανς (φωνητικά) και τον Νικ Σίμπερ (μπάσο). Η αρχική τους ονομασία ήταν «Roundabout» και μετονομάστηκαν σε Deep Purple από το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του Ρίτσι Μπλάκμορ. Η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία ήρθε με τη διασκευή στο κλασικό «Hush» του Τζο Σάουθ, το οποίο ανέβηκε στο # 4 των αμερικανικών charts.
Το ντεμπούτο-άλμπουμ τους, «Shades of Deep Purple» έφτασε στο # 24 στις Η.Π.Α. και # 19 στον Καναδά και ήταν μία μίξη του ροκ της δεκαετίας του ’60 με το ψυχεδελικό στυλ της εποχής. Το συγκρότημα ξεκίνησε την αμερικανική του περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, ανοίγοντας συναυλίες των Cream του Έρικ Κλάπτον αλλά μετά από μερικές εμφανίσεις η συνεργασία τους λύθηκε λόγω του μεγαλύτερου ενθουσιασμού που προκαλούσαν οι Deep Purple στο κοινό, σε σύγκριση με τους Cream.
Το «The Book of Taliesyn» (# 54 στις Η.Π.Α., # 48 στον Καναδά) συνέχισε στο ίδιο στυλ με το πρώτο τους άλμπουμ και περιείχε τις επιτυχίες «Kentucky Woman» (# 38 στις ΗΠΑ) και «River Deep – Mountain High» (# 53). Ο τρίτος τους δίσκος με τίτλο «Deep Purple» (#162 στις Η.Π.Α.) που ακολούθησε δε γνώρισε ανάλογη επιτυχία αλλά είναι ενδεικτικό ότι ο ήχος του συγκροτήματος άρχισε να σκληραίνει και να δείχνει σημάδια αυτού που θα επακολουθούσε.
Το καλοκαίρι του 1969, η τριάδα Μπλάκμορ/Λορντ/Πέις αποφάσισε την αλλαγή των Έβανς και Σίμπερ με τους Ίαν Γκίλαν (φωνητικά) και Ρότζερ Γκλόβερ (μπάσο) από τους Episode Six, λόγω της υψηλότερης έντασης που ήθελαν στα φωνητικά του συγκροτήματος, χαρακτηριστικό στοιχείο της φωνής του Ίαν Γκίλαν.
Πρώτη κυκλοφορία του ανανεωμένου συγκροτήματος ήταν το σινγκλ «Hallelujah»,ενώ τον Δεκέμβριο του 1969, κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ «Concerto for Group and Orchestra». Η εν λόγω ηχογράφηση έγινε στο Royal Albert Hall του Λονδίνου σε συνεργασία με τη συμφωνική ορχήστρα του Λονδίνου και γνώρισε μία πρώτη επιτυχία στα βρετανικά τσαρτ φτάνοντας στο # 26. Οι Deep Purple βρισκόταν συνεχώς σε περιοδεία και στα όποια διαλείμματα έβρισκαν, γυρνούσαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το νέο τους δίσκο. Τον Ιούνιο του 1970, κυκλοφόρησε το πρώτο, ηχογραφημένο σε στούντιο, άλμπουμ των Deep Purple με τους Γκίλαν/Γκλόβερ στη σύνθεση τους, με τίτλο «Deep Purple in Rock». Ο δίσκος αυτός γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη, φτάνοντας στο # 4 στη Μεγάλη Βρετανία όπου παρέμεινε για 68 εβδομάδες στα τσαρτ και στο # 1 στη Γερμανία, αλλά γνώρισε πολύ μικρή επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Το «Deep Purple in Rock» συνοδευόταν από το σινγκλ «Black Night», την πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία για τους Deep Purple αφού ανέβηκε στο Top-10 σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο. Επίσης, το «Deep Purple in Rock» περιείχε το θρυλικό κομμάτι «Child in Time» αλλά και τα εκρηκτικά «Speed King», «Flight of the Rat» και «Hard Lovin’ Man». Για την προώθηση του δίσκου ξεκίνησαν μία μεγάλη περιοδεία η οποία πέρασε από Ευρώπη, Αμερική και Ωκεανία,τελειώνοντας στις 31 Ιουλίου του 1971, στο Σολτ Λέικ Σίτι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τον Σεπτέμβριο του 1971, κυκλοφόρησε το «Fireball», το πρώτο # 1 για το βρετανικό συγκρότημα στην πατρίδα του, μαζί με το Top-10 σινγκλ «Strange Kind of Woman». Ο δίσκος έγινε χρυσός στις Η.Π.Α., και περιείχε τα πολύ δυνατά «Fireball» (#15 στη Μεγάλη Βρετανία), «No No No» και «Fools». Το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρείται και το πιο «progressive rock» άλμπουμ των Deep Purple της δεκαετίας του ’70, κάτι που ταίριαζε στις προτιμήσεις του τραγουδιστή Ίαν Γκίλαν, αλλά όχι και σε αυτές του κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ ο οποίος προτιμούσε ένα πιο βαρύ ήχο.
Η αρχική περιοδεία για την προώθηση του «Fireball» κράτησε δύο μήνες με σκοπό το συγκρότημα να ξεκινήσει πρόβες για τον επόμενο δίσκο του, αφού δεν ήθελαν να περάσει ανάλογο διάστημα όπως αυτό ανάμεσα στους δύο προηγούμενους δίσκους τους. Για το σκοπό αυτό, ταξίδεψαν τον Δεκέμβριο του 1971, στο Μοντρέ της Ελβετίας, με το φορητό στούντιο ηχογραφήσεων των Rolling Stones. Κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, θέλησαν να παρακολουθήσουν μία ζωντανή εμφάνιση του Frank Zappa στο καζίνο της περιοχής. Η συγκεκριμένη συναυλία είχε επεισοδιακό τέλος, αφού ένας οπαδός εκπυρσοκρότησε ένα όπλο με φωτοβολίδες και η οροφή του κτιρίου πήρε φωτιά, με αποτέλεσμα το κτίριο να καεί ολοσχερώς. Η συγκεκριμένη ιστορία αποτυπώνεται σε ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του συγκροτήματος, το «Smoke on the Water».
Το νέο άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1972, με τίτλο «Machine Head». Ο δίσκος έφτασε στο # 1 στη Βρετανία, τη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά και σε αρκετές ακόμη χώρες, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεινε στα τσαρτ για 118 εβδομάδες και έχει βραβευθεί ως διπλά πλατινένιος. Το εν λόγω άλμπουμ περιείχε μεγάλες επιτυχίες όπως τα «Smoke on the Water», «Highway Star» και «Space Truckin». Το αρχικό σινγκλ του δίσκου ήταν το τραγούδι «Never Before» το οποίο δε γνώρισε ανάλογη επιτυχία με τα προηγούμενα σινγκλ του συγκροτήματος. Η παρατεταμένη, όμως, επιτυχία του άλμπουμ οδήγησε το συγκρότημα να κυκλοφορήσει σε μορφή σινγκλ το «Smoke on the Water», το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έγινε χρυσό.
Μία πολύ μεγάλη περιοδεία ξεκίνησε, κατά το ιαπωνικό κομμάτι της οποίας ηχογραφήθηκε το ιστορικό ζωντανό διπλό άλμπουμ «Made in Japan» (# 16 στη Μεγάλη Βρετανία, # 1 στη Γερμανία και # 6 στις Η.Π.Α.), ένα από τα καλύτερα ζωντανά άλμπουμ όλων των εποχών. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στην Οσάκα και το Τόκιο, στις 15, 16 και 17 Αυγούστου του 1972 και αρχικά, οι Deep Purple είχαν δεχθεί να κυκλοφορήσει ο δίσκος μόνο στην Ιαπωνία, με τίτλο «Live in Japan». Η εμπορική επιτυχία που παρουσίασε αλλά και ο μεγάλος αριθμός εισαγόμενων αντιτύπων από την Ιαπωνία προς την Ευρώπη και την Αμερική, ανάγκασε το συγκρότημα να κυκλοφορήσει τον δίσκο σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα να γίνει πλατινένιος στις Ηνωμένες Πολιτείες και να βραβευθεί σε πολλές χώρες του κόσμου.
Τον Ιανουάριο του 1973, το συγκρότημα θέλησε να συντηρήσει την συνεχόμενη επιτυχία του, κυκλοφορώντας το τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους από το 1970, με τίτλο «Who Do We Think We Are» (# 4 στη Μεγάλη Βρετανία και # 15 στις Η.Π.Α), το οποίο περιείχε την επιτυχία «Woman from Tokyo». Ο δίσκος έλαβε μέτριες κριτικές, αποτέλεσμα των τεταμένων σχέσεων και της ανεπαρκούς συνεργασίας του Ίαν Γκίλαν με τον Ρίτσι Μπλάκμορ. Ταυτόχρονα όμως, οι Deep Purple περιόδευαν συνεχώς σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ κατά τη διάρκεια του 1973 υπήρξαν διαστήματα στα οποία τρεις δίσκοι του συγκροτήματος («Machine Head», «Made in Japan» και «Who Do We Think We Are») βρισκόταν ταυτόχρονα στο αμερικανικό Top-100, με αποτέλεσμα οι Deep Purple να είναι το πρώτο συγκρότημα σε πωλήσεις δίσκων για εκείνο το έτος, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι διαμάχες μεταξύ του Ρίτσι Μπλάκμορ και του Ίαν Γκίλαν, τα προβλήματα αλκοολισμού του τελευταίου και ο κορεσμός μετά από τις συνεχείς περιοδείες και ηχογραφήσεις, οδήγησαν το καλοκαίρι του 1973 το δίδυμο Γκίλαν/Γκλόβερ σε αποχώρηση από τους Deep Purple, τη στιγμή που το συγκρότημα βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητας τους έχοντας πουλήσει πάνω από 12 εκατομμύρια δίσκους μόνο το 1973, σύμφωνα με άρθρο του «New Yorker».
Αντικαταστάτες των Γκίλαν και Γκλόβερ, ήταν ο Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ (φωνητικά) και Γκλεν Χιούζ (μπάσο). Ο Γκλεν Χιούζ ήταν γνωστός από το προηγούμενο συγκρότημα του, τους Trapeze,[16] ενώ για τον Κόβερντεϊλ έγιναν αρκετές δοκιμές, αφού μέχρι τότε είχε τραγουδήσει μόνο σε ερασιτεχνικό επίπεδο.
Τον Φεβρουάριο του 1974, κυκλοφόρησαν τον δίσκο «Burn», ο οποίος ανέβηκε στο # 3 των βρετανικών τσαρτ και το # 9 των αντίστοιχων αμερικανικών, αλλά και στο # 1 σε αρκετά ευρωπαϊκά τσαρτ. Μεγάλες επιτυχίες του εν λόγω δίσκου ήταν το ομώνυμο κομμάτι, το «Might Just Take Your Life» και το «Mistreated». Με τη νέα σύνθεση, οι Deep Purple εμφανίστηκαν στις 6 Απριλίου του 1974 ως πρώτο όνομα σε μία πολύ μεγάλη συναυλία στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α., το «California Jam», μπροστά σε 200.000 θεατές και πάνω από τους Black Sabbath, Black Oak Arkansas, Eagles και άλλους. Η συγκεκριμένη εμφάνιση, έχει αποτυπωθεί στο δίσκο «California Jamming». Γενικότερα, από τις 3 μέχρι και τις 9 Απριλίου του 1974, οι Deep Purple έπαιξαν ζωντανά μπροστά σε πάνω από 500.000 φίλους του συγκροτήματος.
Τον Δεκέμβριο του 1974, κυκλοφόρησε το τελευταίο άλμπουμ πριν την αποχώρηση του Ρίτσι Μπλάκμορ, με τίτλο «Stormbringer» (# 6 στη Βρετανία, # 20 στις Η.Π.Α.) με τα «Soldier of Fortune», «Hold On» και «Stormbringer» να ξεχωρίζουν. Η συνεχής προσθήκη τζαζ και φανκ στοιχείων στον ήχο τους, αλλά και ο εθισμός των Χιούζ και Κόβερντεϊλ στα ναρκωτικά, οδήγησαν τον Απρίλιο του 1975, το ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος, Ρίτσι Μπλάκμορ να αποχωρήσει και να δημιουργήσει το δικό του συγκρότημα με το όνομα Ritchie Blackmore’s Rainbow. Αντικαταστάτης του ήταν ο Τόμι Μπόλιν, ο οποίος πριν ενταχθεί στους Deep Purple έπαιζε με τους Zephyr και τους James Gang.
Με την τελευταία αυτή προσθήκη, οι Deep Purple πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν μόλις ένα δίσκο, το «Come Taste the Band», τον Οκτώβριο του 1975 (# 19 στη Βρετανία και # 43 στις Η.Π.Α.). Στις 15 Μαρτίου του 1976, οι Deep Purple έδωσαν την τελευταία τους συναυλία, στο Λίβερπουλ. Ο λόγος της διάλυσης ήταν ότι ο εθισμός των Χιουζ/Μπόλιν στις ναρκωτικές ουσίες, δημιουργούσε προβλήματα στις ζωντανές εμφανίσεις τους, κάτι που είναι φανερό στον ζωντανά ηχογραφημένο δίσκο, «Last Concert in Japan». Λίγους μήνες μετά τη διάλυση του συγκροτήματος, ο κιθαρίστας Τόμι Μπόλιν βρέθηκε νεκρός από υπερβολική δόση, μετά την ζωντανή εμφάνιση του στο Μαϊάμι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα χρόνια της διάλυσης
Μέχρι την επανένωση τους το 1984, τα μέλη του συγκροτήματος δημιούργησαν άλλα επιτυχημένα και μη συγκροτήματα. Ο Ίαν Γκίλαν δημιούργησε τους Ian Gillan Band και τους Gillan, ενώ το 1983 τραγούδησε για το άλμπουμ «Born Again» των Black Sabbath.
Ο Ρίτσι Μπλάκμορ δημιούργησε τους Rainbow με τους Ρόνι Τζέιμς Ντίο, Κόζι Πάουελ και Ντον Έρεϊ (αργότερα μέλος των Deep Purple) ηχογραφώντας κάποια ιστορικά άλμπουμ όπως το «Rainbow Rising» του 1976 και το «Long Live Rock ‘n Roll» του 1977.
Ο Τζον Λορντ δημιούργησε μαζί με τον Τόνι Άστον και τον Ίαν Πέις τους Paice, Ashton & Lord, ενώ αργότερα προσχώρησε στους Whitesnake του Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ, όπως και ο ντράμερ Ίαν Πέις, ο οποίος το 1982 αποχώρησε για να ενταχθεί στο συγκρότημα του Gary Moore.
Ο Ρότζερ Γκλόβερ, αφού έκανε παραγωγή σε δίσκους των Nazareth, του Ρόρι Γκάλαχερ, των Judas Priest και των Status Quo, εντάχθηκε στους Rainbow του Ρίτσι Μπλάκμορ. Ο Γκλεν Χιούζ, ηχογράφησε σόλο άλμπουμ και αργότερα, προσχώρησε στο συγκρότημα των Black Sabbath.
Από το 1976 ως το 1984, κυκλοφόρησαν διάφορες ζωντανές ηχογραφήσεις παλιότερων συναυλιών του συγκροτήματος («Deep Purple in Concert», «Live in London») αλλά και επιτυχημένες συλλογές, όπως το «24 Carat Purple» και το «Deepest Purple» του 1980 που ανέβηκε στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ και είναι πλέον πλατινένιο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επανένωση και νέες αλλαγές
Τον Απρίλιο του 1984, το θρυλικό χαρντ ροκ συγκρότημα επανενώθηκε στην πιο επιτυχημένη του μορφή, δηλαδή με την πεντάδα Μπλάκμορ/Γκίλαν/Γκλόβερ/Λορντ/Πέις και κυκλοφόρησε το πλατινένιο «Perfect Strangers» (# 5 στη Βρετανία, # 17 στις Η.Π.Α.). Μετά από τρεις συναυλίες στο Περθ της Αυστραλίας κατά τις οποίες εμφανίστηκε μαζί τους και ο Τζορτζ Χάρισον, πρώην κιθαρίστας των Beatles, ξεκίνησε η περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, κατά την οποία οι Deep Purple έπαιξαν σε μεγάλα στάδια μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς, φθάνοντας να είναι το δεύτερο πιο επιτυχημένο συγκρότημα σε έσοδα συναυλιών για το 1985, μετά τον Μπρους Σπρίνγκστιν.
Μέσα στο 1986, ηχογράφησαν το επόμενο άλμπουμ τους, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1987 με τίτλο «The House of Blue Light» (# 10 στη Βρετανία, # 1 στη Γερμανία, # 34 στις Η.Π.Α.), στο οποίο οι Deep Purple πειραματίστηκαν με διαφορετικούς ήχους στα πλήκτρα και synth κιθάρες. Στην περιοδεία του «The House of Blue Light» ηχογραφήθηκε το «Nobody’s Perfect» (# 38 στη Βρετανία, # 105 στις Η.Π.Α.).
Το 1989, ο Ίαν Γκίλαν αποχώρησε για δεύτερη φορά από το συγκρότημα λόγω των ιδιαίτερα τεταμένων σχέσεων με τον κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ. Αντικαταστάτης του αυτή τη φορά, ο Τζο Λιν Τέρνερ (πρώην μέλος των Rainbow). Με τον Τέρνερ στα φωνητικά οι Deep Purple κυκλοφορήσαν το πολύ μέτριο «Slaves and Masters» (# 45 στη Βρετανία, # 23 στη Γερμανία, # 87 στις Η.Π.Α.) τον Οκτώβριο του 1990. Μία παγκόσμια περιοδεία ξεκίνησε, κατά τη οποία υπήρξαν στιγμές που ο Τέρνερ και το συγκρότημα, αποδοκιμάστηκαν.
Τον Αύγουστο του 1992, επανενώθηκε για δεύτερη φορά η κλασική σύνθεση του γκρουπ, λόγω της πίεσης που ασκήθηκε στον Μπλάκμορ από τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος. Τον Ιούλιο του 1993, κυκλοφόρησαν το «The Battle Rages On» (# 21 στη Βρετανία, # 5 στη Ιαπωνία). Στην επερχόμενη περιοδεία ηχογραφήθηκε το «Come Hell or High Water» (#29 στη Βρετανία, # 30 στην Ιαπωνία), για να ακολουθήσει η αποχώρηση του Ρίτσι Μπλάκμορ αυτή τη φορά, του οποίου τη θέση πήρε ο Τζο Σατριάνι. Με τον Σατριάνι στη σύνθεση τους, οι Deep Purple τελείωσαν την περιοδεία της προώθησης του «The Battle Rages On» και του πρότειναν να παραμείνει ως μόνιμο μέλος του συγκροτήματος, κάτι το οποίο αρνήθηκε λόγω της επιθυμίας του να συνεχίσει την προσωπική του καριέρα. Λίγους μήνες αργότερα, ο Στηβ Μορς (πρώην μέλος των Dixie Dregs) εντάχθηκε στο συγκρότημα και παραμένει ως σήμερα.
Αναγνώριση:
Η νέα σύνθεση των Deep Purple, με τον Ίαν Γκίλαν στα φωνητικά, τον Ρότζερ Γκλόβερ στο μπάσο, τον Στηβ Μορς στην κιθάρα, τον Τζον Λορντ στα πλήκτρα και τον Ίαν Πέις στα τύμπανα, ξεκίνησε τις ζωντανές εμφανίσεις της με μία περιοδεία στο Μεξικό, στα τέλη Νοεμβρίου του 1994. Μέσα στο 1995, περιόδευσαν σε χώρες τις οποίες δεν είχαν επισκεφθεί στο παρελθόν, περνώντας από την Κορέα, τη Νότιο Αφρική μαζί με τους Uriah Heep,όπως και την Ινδία,ενώ ηχογράφησαν τον επόμενο δίσκο τους.
Τον Φεβρουάριο του 1996, κυκλοφόρησαν το «Purpendicular» (#58 στη Βρετανία, # 3 στη Σουηδία) το οποίο περιείχε ένα από τα καλύτερα κομμάτια της νεότερης ιστορίας του συγκροτήματος, με τίτλο «Sometimes I Feel Like Screaming» και ξεκίνησαν μία πολύ μεγάλης κλίμακας παγκόσμια περιοδεία. Το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, κυκλοφορεί το ζωντανά ηχογραφημένο στο Παρίσι, «Live at the Olympia ’96». Τον Μάιο του 1998, επανέρχονται με νέο άλμπουμ το «Abandon» (#76 στη Βρετανία, # 16 στη Γερμανία). Το 1999, αποφασίζουν να επανεκτελέσουν το ιστορικό «Concerto for Group and Orchestra», του 1969. Σε δύο εμφανίσεις του συγκροτήματος, στις 25 και 26 Σεπτεμβρίου, οι Deep Purple μαζί με τον Ρόνι Τζέιμς Ντίο και άλλους μουσικούς έπαιξαν στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, τα τρία movement της αρχικής σύνθεσης του Concerto… αλλά και άλλα δικά τους τραγούδια. Η κυκλοφορία «Live at the Royal Albert Hall» αποθανάτισε τη συγκεκριμένη εμφάνιση.
Το 2001, ο Ντον Έρεϊ αντικαθιστά τον Τζον Λορντ στα πλήκτρα, μετά από επιθυμία του τελευταίου. Με τη νέα σύνθεση, κυκλοφόρησαν το «Bananas» το 2003 (#85 στη Βρετανία, # 3 στη Γερμανία) και το 2005 το «Rapture of the Deep» (#81 στη Βρετανία, # 10 στη Γερμανία), ένα από τα πιο «progressive» άλμπουμ του συγκροτήματος. Επίσης, ζωντανές ηχογραφήσεις του συγκροτήματος κυκλοφόρησαν με τους τίτλους «Live at Montreux 2006» (2007) και «Live at Montreux 2011» .
Η περιοδεία για την προώθηση του «Rapture of the Deep» διήρκεσε από τον Ιανουάριο του 2006 μέχρι το Μάιο του 2011 με το συγκρότημα να δίνει 385 συναυλίες. Η περιοδεία ψηφίστηκε ως η έκτη καλύτερη του 2007 από τους ακροατές του βρετανικού «Planet Rock Radio», ενώ εμφανίστηκαν ως πρώτο όνομα στο φεστιβάλ «Monsters of Rock» του 2006 μαζί με τους Άλις Κούπερ, Journey, Queensrÿche, κ.α.,στο φεστιβάλ «Fête de l’Humanité 2009» στη Γαλλία μπροστά σε 100.000 θεατές, στο φεστιβάλ τζαζ του Μοντρέ στην Ελβετία το 2006 και το 2008, και το φεστιβάλ «Rock Over The Volga» στη Σαμάρα της Ρωσίας μπροστά σε 200.000 οπαδούς, το μεγαλύτερο κοινό μπροστά στο οποίο έπαιξαν από το «California Jam» το 1974.
Τον Ιούνιο του 2011, οι Deep Purple περιόδευσαν για πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την περιοδεία «The Songs That Built Rock», στην οποία συμμετείχε και μία 38μελής ορχήστρα. Η περιοδεία συνεχίστηκε στην Ευρώπη τον Ιούλιο του ίδιου έτους και τον Οκτώβριο μεταφέρθηκε στη Νότια Αμερική. Η πολύ μεγάλη αυτή περιοδεία, συνεχίστηκε το χειμώνα του 2011 στην Ευρώπη και το Φεβρουάριο του 2012 στον Καναδά, για να ολοκληρωθεί με ένα πολύ μεγάλο ευρωπαϊκό κομμάτι, το οποίο ξεκίνησε στις 24 Οκτωβρίου στην Εκατερίνμπουργκ της Ρωσίας και τελείωσε στις 10 Δεκεμβρίου στο Κλερμόντ της Γαλλίας.
Στις 16 Ιουλίου του 2012, ο Τζον Λορντ απεβίωσε λόγω καρκίνου στο πάγκρεας. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς το συγκρότημα ηχογράφησε τον επόμενο δίσκο του, ο οποίος είναι αφιερωμένος στο Λορντ. Η ανακοίνωση του δίσκου έγινε ταυτόχρονα με την ανάρτηση μιας σελίδας στο διαδίκτυο η οποία έκανε αντίστροφη μέτρηση για την ημέρα κυκλοφορίας του δίσκου. Στις 26 Φεβρουαρίου 2013, ανακοινώθηκε ότι ο τίτλος του νέου δίσκου θα ήταν «Now What?!» και η επίσημη κυκλοφορία του στις 30 Απριλίου 2013, αν και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κυκλοφόρησε στις 26 και 29 Απριλίου. Ένα μήνα νωρίτερα, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους σινγκλ από το τραγούδι «Rapture of the Deep» του 2005, με τίτλο «Hell to Pay» μαζί με το κομμάτι «All the Time in the World».
Στις 21 Φεβρουαρίου, οι Deep Purple ξεκίνησαν την παγκόσμια περιοδεία τους από το Ντουμπάι[50] και συνέχισαν με έξι συναυλίες στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Μετά την εμφάνιση τους στη Σιγκαπούρη στις 12 Μαρτίου 2013, έκαναν μία παύση για ενάμισι μήνα, με την περιοδεία να συνεχίζεται στην Ευρώπη ξεκινώντας από το Ισγκλ της Αυστρίας στις 30 Απριλίου.
Προέλευση του ονόματος «Deep Purple»
Οι Deep Purple, χρωστάνε το όνομά τους στον πιανίστα Peter De Rose και πιο συγκεκριμένα, στην ομώνυμη μεγάλη jazz επιτυχία του, που τύγχανε να είναι και το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του Ρίτσι Μπλάκμορ. Η σύνθεση είχε δημοσιευθεί το 1933 ως σύνθεση για πιάνο. Τον επόμενο χρόνο, ο Paul Whiteman το ενορχήστρωσε για την Big Band Orchestra του, η οποία έκανε την jazz, κυρία όπως του άρεσε να λέει. Η ενορχήστρωση αυτή έγινε τόσο δημοφιλής σε πωλήσεις παρτιτούρας, που είχε σαν αποτέλεσμα το 1939, να προσθεθούν και στίχοι από τον Mitchell Parish:
«When the deep purple falls
over sleepy garden walls
And the stars begin to twinkle in the sky
In the mist of a memory
you wander back to me
Breathing my name with a sigh…»
Δισκογραφία
Shades of Deep Purple (1968)
The Book of Taliesyn (1968)
Deep Purple (1969)
Deep Purple in Rock (1970)
Fireball (1971)
Machine Head (1972)
Who Do We Think We Are (1973)
Burn (1974)
Stormbringer (1974)
Come Taste the Band (1975)
Perfect Strangers (1984)
The House of Blue Light (1987)
Slaves and Masters (1990)
The Battle Rages On (1993)
Purpendicular (1996)
Abandon (1998)
Bananas (2003)
Rapture of the Deep (2005)
Now What?! (2013)
Πηγή:
el.wikipedia.org
AΦΙΕΡΩΜΑΤΑ- ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ Deep Purple
Ετικέτες
ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ- ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ